- χαλίφης και χαλιφάτα
- (από το αραβικό χαλίφα, που σημαίνει και διάδοχος και τοποτηρητής). Τίτλος του ηγεμόνα της μουσουλμανικής κοινότητας, που δόθηκε για πρώτη φορά στον διάδοχο του Μωάμεθ Αμπού Μπακρ (632 – 634) και στους 3 ηγεμόνες που τον διαδέχτηκαν: Όμαρ (634 – 644), Οθμάν (644 – 656) και Αλή (Άλη, 656 – 661). Χαλιφάτα, υπό τη στενή έννοια, υπήρξαν στην επόμενη περίοδο μόνο οι μοναρχίες των Ομμεϋαδών, με έδρα τη Δαμασκό (661 – 750) και των Αββασιδών, με έδρα τη Βαγδάτη (750 – 1258). Μετά την κατάληψη της Βαγδάτης από τους Τατάρους, ο θεσμός του χαλιφάτου μπορεί να θεωρηθεί ότι εξέλιπε, αν και από καιρό σε καιρό μερικοί Άραβες αρχηγοί έπαιρναν τον τίτλο αυτό. Οι δύο τελευταίοι υπήρξαν ο Αβδούλ Μετζίτ, που ανακηρύχθηκε χ., χωρίς όμως πολιτική εξουσία από την Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας το 1922 και εξέπεσε από το αξίωμά του το 1924, και ο Χουσαΐν, βασιλιάς της Χετζάζης, που αν και αυτοανακηρύχθηκε χ., από ελάχιστους αναγνωρίστηκε και ταυτόχρονα έχασε και τον θρόνο της Χετζάζης, που του τον αφαίρεσε ο Ιμπν Σαούντ, ιδρυτής του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας.
Dictionary of Greek. 2013.